- αποσφράγιση
- η1. το να ανοίξει κανείς σφραγισμένο αντικείμενο αφαιρώντας τη σφραγίδα2. άνοιγμα κλειστού εγγράφου, επιστολής κ.λπ.[ΕΤΥΜΟΛ. < αποσφραγίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αποσφράγισμα — το (Α ἀποσφράγισμα) νεοελλ. αποσφράγιση αρχ. 1. αποτύπωμα σφραγίδας 2. η ίδια η σφραγίδα 3. σφραγισμένο αντίγραφο … Dictionary of Greek
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
εκσφράγισμα — ἐκσφράγισμα, το (AM) εκμαγείο, αποτύπωμα, επίσημο αντίτυπο, αντίγραφο μσν. 1. (για πρόσ.) μιμητής («τῶν δεινῶν παθημάτων τοῡ Χριστοῡ ἐκσφράγισμα ἐδείχθης», Μηναία, Ωδ. 6) 2. αποσφράγιση, αποσφράγισμα … Dictionary of Greek
Παρθένης, Κωνσταντίνος — (Αλεξάνδρεια, Αίγυπτος 1878 – Αθήνα 1967). Έλληνας ζωγράφος, ο κυριότερος αναμορφωτής της νεοελληνικής ζωγραφικής στο πρώτο μισό του αιώνα μας. Μετά τις αρχικές σπουδές στην Αλεξάνδρεια συνέχισε τη ζωγραφική του εκπαίδευση στη Ρώμη και στη Βιέννη … Dictionary of Greek
αποσφράγισμα — το, ατος και αποσφράγιση, η το άνοιγμα, η αφαίρεση των σφραγίδων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)